Ένα αναγκαίο και κρίσιμο ζήτημα για την κομμουνιστική υπόθεση

 

Ομιλία του Θοδωρή Βουρεκά, μέλος της ΟΒ Α΄ κέντρου Αθήνας της Οργάνωσης Αττικής του ΝΑΡ στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για την Προγραμματική Διακήρυξη, 15/12/2018

Α. Ένα αναγκαίο και κρίσιμο ζήτημα για την κομμουνιστική υπόθεση

i) Υποστηρίζω εδώ και καιρό σχεδόν εμμονικά πως πρέπει να επαναφέρουμε στο φως τον πιο βαθύ και καθοριστικό πυρήνα της μαρξικής αντίληψης για τον κομμουνισμό που είναι ο μαρασμός, η απονέκρωση και τελικά η κατάργηση του κράτους, καθώς και κάθε μορφής επιβολή και εξουσία.

Υπάρχει ένας κυριολεκτικός ιστορικός ενταφιασμός αυτού του πρωταρχικού πυρήνα της μαρξικής αντίληψης για τον κομμουνισμό από όλα τα πολιτικά ρεύματα που αναφέρονται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στον κομμουνισμό. Και μάλιστα όχι μόνο από τα αντίστοιχα ρεφορμιστικά ρεύματα. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα γνωστά ιστορικά επαναστατικά ρεύματα τα οποία αναφέρονται πληθωρικά στην επανάσταση, στην εργατική εξουσία και στο σοσιαλισμό. Η απονέκρωση-κατάργηση του κράτους και της εξουσίας υπάρχουν απλά και μόνο στις σκονισμένες τους βιβλιοθήκες. Είναι ενδεικτικό μάλιστα από την άποψη αυτή πως ο Υβόν Κινιού, αξιόλογος μαρξιστής, μελετητής μάλιστα του μαρξικού έργου, φτάνει να ισχυριστεί ανοιχτά πως η ακρατική κοινωνία είναι μια φιλοσοφική χίμαιρα του Μαρξ.

ii) Δεν φτάνει όμως να φέρουμε το κρίσιμο αυτό ζήτημα στο φως. Αυτό το κάνει ήδη –και είναι ένα πολύ θετικό βήμα– το σχέδιο της Προγραμματικής Διακήρυξης, όχι πάντως με την αναγκαία έμφαση. Ο μαρξικός πυρήνας του κομμουνισμού πρέπει να γίνει κέντρο της θεωρητικής και ιδεολογικής μας παρέμβασης. Να γίνει αναγνωριστικό μότο για το ρεύμα μας. Πρέπει επομένως με ενθουσιαστικό τρόπο να φέρουμε στο κέντρο όχι μόνο της παρέμβασής μας, αλλά και του εσωτερικού μας προβληματισμού την πρωταρχική μαρξική εκδοχή της αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας, δηλαδή της αυτοδιεύθυνσης των ανθρώπων και της διεύθυνσης των πραγμάτων, παράλληλα με την κοινοκτημοσύνη, τη συλλογική-δημόσια ιδιοκτησία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών στα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής σε όλα τα δημόσια αγαθά, την κατάργηση του χρήματος και της μισθωτής εργασίας.

Τότε δηλαδή που θα ισχύει ο κανόνας «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του», το οποίο αποτελεί άλλωστε και την υλική βάση της κατάργησης του κράτους και της εξουσίας. Τότε δηλαδή που μέτρο του πλούτου θα είναι ο ελεύθερος δημιουργικός χρόνος και όχι η καταναγκαστική εργασία. Χρειάζεται στις σημαίες μας να φαίνεται καθαρά και διαρκώς από τώρα ότι θεμελιακή επιδίωξή μας είναι μια κοινωνία καθολικής ελευθερίας και χειραφέτησης και γι’ αυτό μια κοινωνία αταξική και ακρατική. Αυτό είναι «το πιο σπουδαίο, το πιο εκπληκτικό και το πιο μεγάλο», τόσο ως πηγή έμπνευσης που θα μας συνταράζει και θα μας δονεί, όσο και ως ξεχωριστό στοιχείο της κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, επηρεάζοντας έτσι μια σειρά όψεις της επαναστατικής πολιτικής.

iii) Δεν μπορεί φυσικά να εξαντληθεί το κρίσιμο αυτό ζήτημα, του πυρήνα της μαρξικής αντίληψης για τον κομμουνισμό, μόνο στο επίπεδο της ιδεολογικής μας ρητορικής, καθώς και στο αντίστοιχο πεδίο μιας σύγχρονης δημιουργικής θεωρητικής αναζήτησης. Πρέπει να συνδέσουμε το στρατηγικό αυτό ζήτημα με το πεδίο της πολιτικής πράξης, δηλαδή με την εφαρμοσμένη επαναστατική πολιτική, που έχει άξονά της το Αντικαπιταλιστικό Πρόγραμμα κομμουνιστικής κατεύθυνσης. Είναι η πράξη, ο παράγοντας εκείνος που μπορεί να φωτίσει πολύ αποτελεσματικά και τα ζητήματα της στρατηγικής μέσα από τη συσσώρευση πείρας και γνώσης της ίδιας της αγωνιζόμενης τάξης.

iv) Υπάρχουν όμως και ειδικότερες πλευρές της πολιτικής πρακτικής που συνδέονται με το θέμα μας. Μια τέτοια πλευρά είναι η κριτική αναμέτρηση αλλά και επικοινωνία με τα σύγχρονα ριζοσπαστικά, αντικαπιταλιστικά ή ελευθεριακά εγχειρήματα της εποχής μας, όπως είναι τα αυτοδιαχειριστικά-αντιεμπορευματικά πειράματα αλληγέγγυας συνεταιριστικής οικονομίας, της ανταλλαγής χωρίς χρήμα, των αποεμπορευματοποιημένων ζωνών κ.ά. Είναι προφανές πως τα πειράματα αυτά αμφισβητούν βασικές αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας και πρέπει να δεχτούμε πως προσφέρουν πρακτικά κατανοητές επιμέρους όψεις του κομμουνισμού που επαγγελλόμαστε, όπως είναι η συλλογικότητα, η συνεργασία, η αλληλεγγύη και όχι ο ανταγωνισμός, η κατανάλωση, το χρήμα και τελικά η απομόνωση και ο ακραίος ατομισμός. Επομένως σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η αλληλεπίδραση, η οικειοποίηση και η ένταξη πλευρών αυτών των εγχειρημάτων μέσα στο σύγχρονο επαναστατικό κομμουνιστικό σχέδιο και πρόγραμμα, καθώς και η προσπάθεια επαναστατικής υπέρβασής τους. Μας αδικεί απλά να τα ξορκίζουμε ως μεταμοντέρνες πρακτικές και αντιλήψεις.

Εδώ θα ήθελα να αναφέρω μια ρήση του Φιντέλ στην πιο φωτεινή φάση της κουβανέζικης επανάστασης –θυμίζω πως αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 2 χρόνια από το θάνατό του– που υπογράμμιζε πως «η χρησιμότητα της στρατηγικής κρίνεται κυρίως στη πράξη και όχι στη θεωρία». Φυσικά όλα τα παραπάνω τα αντιμετωπίζουμε, όπως αναφέρεται και στο Σχέδιο Προγραμματικής Διακήρυξης, «με σταθερή την αντίληψη πως χωρίς να συντριβούν η αστική ιδιοκτησία και το κράτος οι πειραματισμοί αυτοί θα φυτοζωούν το πολύ-πολύ στα διάκενα της καπιταλιστικής παραγωγής ή θα καθηλώνονται τελικά σε συμβολικό επίπεδο».

Η επαναφορά στο προσκήνιο του πυρήνα της μαρξικής αντίληψης για τον κομμουνισμό θεωρώ πως είναι όρος ύπαρξης για το εγχείρημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, αλλά και προϋπόθεση για να κερδηθεί «το μελαγχολικό ιστορικό στοίχημα της αποκατάστασης της έννοιας του κομμουνισμού» (Ντανιέλ Μπενσαΐντ). Πρέπει δηλαδή από την ισχύουσα εξίσωση για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας «κομμουνισμός = κοινωνίες στρατόπεδα» να φτάσουμε ή πιο σωστά να επιστρέψουμε στο «κομμουνισμός = κοινωνία καθολικής ελευθερίας και χειραφέτησης». Να επιστρέψουμε δηλαδή στο ιταλικό τραγούδι των αρχών του 20ου αιώνα: “evviva il comunismo e la libertà”, που όταν το ακούω το συνδέω αυτόματα με μια εκπληκτική σκηνή από την ταινία «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, που χάθηκε πρόσφατα.

Β. Μια ενδιαφέρουσα αναφορά στη σχέση κράτους-κόμματος

Λείπει εντελώς, όχι μόνο από το σχέδιο Προγραμματικής Διακήρυξης, αλλά και από τις οργανωμένες συζητήσεις μας, ένα σημαντικό, αλλά ακόμη ανεπεξέργαστο συλλογικά, ζήτημα. Είναι το ζήτημα των σχέσεων κράτους-κόμματος. Θα ήθελα απλώς να τροφοδοτήσω μια τέτοια συζήτηση για το άμεσο μέλλον και όχι να το καταθέσω προφανώς ως κάποια συμπλήρωση στο κείμενο.

Υπήρξε μια έντονη συζήτηση για το ζήτημα αυτό στα χρόνια της ώριμης σχετικά νεότητάς μου, τέλη δεκαετίας ’70 με αρχές ’80, που δε βρήκε έκτοτε τη συνέχειά της, τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο. Τα νερά τάραξε τότε ο Αλτουσέρ με την εξής ενδιαφέρουσα διατύπωση σε συνέντευξή του στο Il Manifesto και τη Ροσάνα Ροσάντα: «Το κόμμα από θέση αρχής πρέπει να βρίσκεται εκτός του αστικού κράτους για να μπορεί να είναι όργανο της καταστροφής του και κατά μείζονα λόγο εκτός του προλεταριακού κράτους για να μπορεί να γίνει ένα από τα όργανα του μαρασμού του κράτους. Η άρνηση του πρώτου οδηγεί στην ταξική συνεργασία κι ενσωμάτωση, ενώ η άρνηση του δεύτερου στο κόμμα-κράτος τύπου ΕΣΣΔ.» Ο Αλτουσέρ αναφέρει παρακάτω πως αντλεί την άποψη αυτή από κείμενα των Μαρξ-Λένιν, στα οποία δεν μπορεί να αναφερθεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξής και διευκρινίζει ακόμη παρακάτω πως χωρίς αυτήν την αυτονομία του κόμματος –αλλά όχι και της πολιτικής– ως προς το κράτος δε θα ξεφύγουμε ποτέ από τον γνωστό φαύλο κύκλο.

Γ. Προτεινόμενη συμπλήρωση στο Σχέδιο Προγραμματικής Διακήρυξης

Η εσωτερική εργατική δημοκρατία και οι κλειστές ομαδοποιήσεις

Επειδή μια οργάνωση και πολύ περισσότερο ένα κόμμα με αναφορές στην κομμουνιστική απελευθέρωση πρέπει να προεικονίζει την κοινωνία στην οποία προσβλέπει, χρειάζεται να είμαστε εξίσου αντίθετοι ιδεολογικά-θεωρητικά-πολιτικά τόσο στον δεσποτικό συγκεντρωτισμό των κομμουνιστικών κομμάτων που γνωρίσαμε, όσο και στην ύπαρξη και δράση κλειστών ομαδοποιήσεων που δρουν ως εργαλεία επιβολής σε μάχες εσωτερικών συσχετισμών. Αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η περιθωριοποίηση και ο παραγκωνισμός των μελών. Αντίθετα, στο πλαίσιο της εργατικής δημοκρατίας και του αποφασιστικού ρόλου των μελών θα πρέπει να τείνουμε έτσι ώστε και ο τελευταίος σύντροφος να συνδιαμορφώνει, όχι μόνο τις επιμέρους επιλογές, αλλά και τις κεντρικές αποφάσεις μέχρι την παραγωγή πολιτικής και θεωρίας.

Το ζήτημα αυτό αφορά τον πιο σκληρό πυρήνα της εσωοργανωτικής εργατικής δημοκρατίας που είναι η τάση διαρκούς υπέρβασης της διάκρισης ανάμεσα στους παραγωγούς και διαμορφωτές της πολιτικής, από τη μια και στους απλούς διεκπεραιωτές της, από την άλλη. Είναι η στρατηγική κομμουνιστική πινελιά στο ζήτημα της κομματικής λειτουργίας. Εξυπονοείται φυσικά πως η δημοκρατική συζήτηση και η διαπάλη με όρους εργατικού πολιτισμού ανάμεσα σε διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές αποχρώσεις, αλλά και ανάμεσα σε ρεύματα ιδεών υπάρχουν νομοτελειακά, λόγω της πολυτυπίας των ιδεών και της συνείδησης, που έχουν ως υπόστρωμα το διαφορετικό «είναι» της ίδιας της εργατικής τάξης, αλλά και εξαιτίας της σχετικής αυτονομίας της σφαίρας των ιδεών. Τα ρεύματα ιδεών όμως δεν αποτελούν κλειστές ομαδοποιήσεις με εσωτερική πειθαρχία, είναι ανοιχτά, ρευστά και συνήθως αναδιατασσόμενα.